αρρώστια

αρρώστια
αρρώστία, αρρώστιά η
1) болезнь, недуг;

κακιά αρρώστια — а) туберкулёз; — б) сифилис;

κολλητική αρρώστ — заразная болезнь;

κολνώ αρρώστια — заражаться;

περνώ αρρώστια — перенести болезнь;

2) перен. надоедливость, докучливость;

αυτός ο άνθρωπος είναι αρρώστ — он надоедлив, докучлив; — он надоеда, зануда (прост.);

αρρώστ μου έγινε με τίς φλυαρίες του — он извёл меня своей болтовнёй;

3) недостаток, порок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρρώστια" в других словарях:

  • ἀρρωστία — ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc/acc dual ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρώστια — η (AM ἀρρωστία) 1. η κακή κατάσταση της υγείας, η ασθένεια 2. η παρατεταμένη αδιαθεσία 3. η ηθική αδυναμία, η πτώση του φρονήματος ή το ελάττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. αρρώστια < αρχ. αρρωστία (< άρρωστος) ή υποχωρητικά, από το ρ. αρρωστώ] …   Dictionary of Greek

  • ἀρρωστίᾳ — ἀρρωστίαι , ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρώστια — η ασθένεια, νόσος: Φυλάγεται, γιατί φοβάται πολύ τις αρρώστιες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρωστίας — ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem acc pl ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίαι — ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίαν — ἀρρωστίᾱν , ἀρρωστία weakness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδημική — Αρρώστια ή διαταραχή, η οποία υπάρχει συνεχώς σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό ή περιοχή …   Dictionary of Greek

  • ἀρρωστιῶν — ἀρρωστία weakness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίαις — ἀρρωστία weakness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίη — ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»